πυρός PMag.Leid.W.8.21
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρατύντωρ — κρατύντωρ, ορος, ὁ (Α) πάπ. εξουσιαστής, κυρίαρχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατύνω + επίθημα τωρ (πρβλ. αμύν τωρ, σημάν τωρ)] … Dictionary of Greek
κρατύντωρ — ruler masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)